- μπαχάμι
- τοβλ. μπακάμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπακάμι — και μπαχάμι, το δένδρο τού οποίου το ξύλο χρησιμοποιείται στη βαφική για την παραγωγή τού κόκκινου χρώματος, αλλά και στην ιατρική, το αιματόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bakkam] … Dictionary of Greek